- ψιλοῦσι
- ψῑλοῦσι , ψιλόωstrip barepres part act masc/neut dat pl (attic ionic)ψῑλοῦσι , ψιλόωstrip barepres ind act 3rd pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Théophraste — Naissance vers 372 av. J. C Lesbos (Grèce) Décès vers 288 av. J. C (à 84 … Wikipédia en Français
ψιλωτής — ο, ΝΜ [ψιλῶ] αυτός που αποψιλώνει νεοελλ. ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων εντόμων β) παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων μσν. γραμμ. α) αυτός που χρησιμοποιεί ψιλή αντί τής δασείας («ψιλωταὶ οἱ Ἴωνες», Τζέτζ.) β) αυτός που … Dictionary of Greek